Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου
Ταξινόμιση: αλφαβητικά | συγγραφέας | ημερομηνία | |
προσώρα = προσωρινά zervati.gr
προσκέφαλο = μαξιλάρι zervati.gr
προσήλιο = σημείο που το χτυπά ο ήλιος zervati.gr
πρεσιόνι = χύτρα ταχύτητας zervati.gr
πράμα = άλογο zervati.gr
πράκι = η είσοδος του σπιτιού zervati.gr
πουτσούλας = ικανό άτομο zervati.gr
πούτσης = άξιος, ικανός zervati.gr
πουστοβλιάκικο = λυγούρης zervati.gr
πούστης = γυναικάς zervati.gr
ποτούρια = παντελόνια πολύ φαρδιά zervati.gr
ποτιστήρα = αγροτικό εργαλείο για το πότισμα των φυτών zervati.gr
πόσι = μέρος της δροπολίτικης στολής zervati.gr
πόρτα = τέρμα ποδοσφαίρου zervati.gr
ποπλύμια = βρώμικα νερά, κυρίως μετά την πλύση πιάτων zervati.gr
πονηρός = έξυπνος zervati.gr
πόμπα = τρόμπα zervati.gr
πολογιέμαι = απαντάω, ανταποκρίνομαι σε κάποιο φωνητικό κάλεσμα zervati.gr
πόλκα = χτενισμένα, περιποιημένα μαλλιά zervati.gr
ποδάρι = πόδι zervati.gr
πλωχέρι = χούφτα zervati.gr
πλιάτσκα = πράγματα zervati.gr
πλευριτώθηκα = κρύωσα πολύ zervati.gr
πλευρίτης = βαρύ κρύωμα zervati.gr
πλασμάς = ναϋλον zervati.gr
πλακώνω = μεταφ. πηδάω (σεξουαλκό υπονοούμενο) zervati.gr
πλάκα = 1) πέτρινες πλάκες με τις οποίες σκεπάζοταν τα σπίτια 2) η κασσέτα zervati.gr
πιστιόλας = όχι ιδιαίτερα ικανό άτομο zervati.gr
πισπιλόνωμαι = φτιάχνομαι, περιποιούμαι τον εαυτό μου (αρνητική έννοια) zervati.gr
Πίπης = υποκ. του Φίλληπα zervati.gr
πιοτούρας = αυτός που πίνει πολύ zervati.gr
πίντσα = πένσα zervati.gr
πικραλίδες = φαγώσιμο χόρτο πικρό zervati.gr
πικοβαρεμένο = «βαρεμένος» zervati.gr
πίκα = κεραυνός zervati.gr
πιάτσα = πλατεία zervati.gr
Πήλιος = υποκ. του Σπύρου zervati.gr
Πέτσιος = υποκ. του Πέτρου zervati.gr
πέτουρο = φύλλο για πίτες zervati.gr
μπερντές = κουρτίνα zervati.gr
περγουλιά = πέργουλα zervati.gr
πελίτσια = στρατιωτικό πανωφόρι zervati.gr
πελιαύρι = αυλόγυρος zervati.gr
πεζούλι = πέτρινος τοίχος που χρησιμοποιείται και για κάθισμα zervati.gr
πεδουνάρι = πατζάκι zervati.gr
Πάτρα = υποκ. της Κλεοπάτρας zervati.gr
πατοκαζανιά = 1.πάτος καζανιού 2.τιποτένιος (μεταφ.) zervati.gr
πατίκια = αυτοσχέδια υποδήματα zervati.gr
πατέντα = δίπλωμα οδήγησης zervati.gr
παταριά = πολύ γρήγορα zervati.gr
παστρικιά = καθαρή zervati.gr
πασπατεύω = ψαχουλεύω zervati.gr
παρτσέλα = έκταση γης zervati.gr
παρέκει = πιο ’κει zervati.gr
παραδαγκαμένο = τραυλό zervati.gr
πάπαλο = πέτρα ή οτιδήποτε αντικείμενο προορίζεται απειλητικά για βολή εναντίον κάποιου zervati.gr
παπαδίτσες = ποπ κορν zervati.gr
πανωφόρι = παλτό zervati.gr
Πάντος = υποκ. του Παντελή zervati.gr
πανισπάνι = παντεσπάνι zervati.gr
πανίνα = ψωμί πολυτελέιας zervati.gr
πάνα = η πέτσα που πιάνει το γάλα κατά το βράσιμο zervati.gr
παλιούρι = αγκαθωτό φυτό που χρησιμεύει για περιφράξεις zervati.gr
παλιοπλιάτσικο = ανέντιμος (μεταφ.) [παλιό ρούχο] zervati.gr
παγούρι = δοχείο νερού zervati.gr
οφλιά = μικρή κοφτερή πέτρα zervati.gr
ούρμο = λωτός zervati.gr
όρνιο = βλάκας (μεταφ.) zervati.gr
οργιό = ρίγος zervati.gr
οργιά = μονάδα μέτρησης μήκους, ίση με την απόσταση μεταξύ των ανοιχτών χεριών zervati.gr
οπίγκες = φτηνά δερμάτινα παπούτσια zervati.gr
όντας = όταν zervati.gr
Όνι = υποκ. της Ερμιόνης zervati.gr
οκάρα = δοχείο φύλαξης υγρών zervati.gr
οβορός = τοίχος zervati.gr
οβίρα = σημείο σε ποταμό που σε παρασύρει προς τα μέσα zervati.gr
ξυλοκρέββατο = φορείο zervati.gr
ξόμπλι = περιέργως ηλίθιος, εκτός τόπου και χρόνου zervati.gr
ξολαλάω = λέω αηδίες zervati.gr
ξόδρεμα = στραβοκατάπωση zervati.gr
ξοδικιά = ξωτικό (συνήθως γυναικείας μορφής) zervati.gr
ξιούρας = αλλοπαρμένος zervati.gr
ξίκι = περριτό, μη θεμιτό (π.χ.: δεν το θέλω, να μου γίνει ξίκι) zervati.gr
ξίγκι = λίπος zervati.gr
ξιάω = ξύνω zervati.gr
ξεφάλωτη = γυναίκα χωρίς μαντήλι στο κεφάλι zervati.gr
ξεσυνέρεια = ανταγωνισμός zervati.gr
ξεπαστρεύω = καθαρίζω, αποδεκατίζω zervati.gr
ξεμπινιάρικο = αλήτης zervati.gr
ξελαφιάζω = ξεκουφαίνω zervati.gr
ξελαμνώνω = ξεγυμνώνω zervati.gr
ξεκάλτσωτος = ξυπόλυτος zervati.gr
ξεθώνισε = χάζεψε zervati.gr
ξεθρεμίζω = αποδυναμώνω zervati.gr
ξεβεντιάζω = δοκιμάζω zervati.gr
ξαχλιάζω = διασκεδάζω zervati.gr
ξάχαλο = όχι ιδιαίτερα ικανό άτομο zervati.gr
ντρουμπέκι = ξύλινο δοχείο για αποβουτήρωση γάλακτος zervati.gr
ντριμόνι = σουρωτήρι (μεταφ.) zervati.gr
Ντρέκος = υποκ. του Αντρέας zervati.gr
< 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 >
Με απόλυτο σεβασμό στις ρίζες, στην παράδοση και στη σημασία αυτών των λέξεων.
Ποιο πιστεύετε ότι έχει τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για το χωριό μας;
Ο δρόμος ή η ύδρευση;
Μόνο τα μέλη ψηφίζουν
Επισκέπτες: 1
Εγγεγραμμένοι: 0
booked.net
Στο www.eleftherohori.gr χρησιμοποιούμε cookies!
Χρησιμοποιούμε cookies για να μην χρειάζεται κάθε φορά να κάνετε σύνδεση (login) στο site μας,
πατώντας "Αποδοχή" θα αποθηκευτούν με κρυπτογράφηση στη συσκευή σας τα στοιχεία εισόδου σας για 1 έτος.
Αποδοχή